υπόταξη

υπόταξη
assujettissement

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • υπόταξη — η 1. το να είναι κανείς υποταγμένος σε άλλον, υποταγή, υποδούλωση. 2. η σύνταξη του λόγου με δευτερεύουσες προτάσεις, που το νόημά τους υποτάσσεται στο νόημα των κύριων προτάσεων: Σύνταξη με υπόταξη (αντίθ., σύνταξη με παράταξη). 3. (ζωολ.),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπόταξη — η / ὑπόταξις, άξεως, ΝΜΑ [ὑποτάσσω] 1. υποταγή, υποδούλωση, καθυπόταξη («μὴ ἄχθεσθαι τῇ ὑποτάξει», Διον. Αλ.) 2. γραμμ. η διαδικασία και ο μηχανισμός τού υποτακτικού λόγου, η σύνταξη τού λόγου με δευτερεύουσες, εξαρτημένες προτάσεις νεοελλ. βιολ …   Dictionary of Greek

  • ὑποτάξῃ — ὑποτάξηι , ὑπόταξις subjection fem dat sg (epic) ὑποτάσσω place aor subj mid 2nd sg ὑποτάσσω place aor subj act 3rd sg ὑποτάσσω place fut ind mid 2nd sg ὑ̱ποτάξῃ , ὑποτάσσω place futperf ind mp 2nd sg ὑ̱ποτάξῃ , ὑποτάσσω place futperf ind mid 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιτόπτερνα — Υπόταξη θηλαστικών που έχει εκλείψει. Η υπόταξη αυτή ανήκει στα ευθήρια, που έζησαν από την παλαιόκαινο έως την πλειστόκαινο εποχή του καινοζωικού αιώνα. Ήταν δακτυλοβάμονα, οπληφόρα ζώα με ένα, τρία ή πέντε δάχτυλα. Η γενική τους μορφολογία… …   Dictionary of Greek

  • ομόνευρα — Υπόταξη εντόμων της τάξης των λεπιδοπτέρων, που χαρακτηρίζεται από μία σχεδόν ταυτόσημη νεύρωση στα μπροστινά και τα πίσω φτερά τους. Βλ. λ. λεπιδόπτερα. * * * τα εντομολ. υπόταξη λεπιδόπτερων εντόμων που έχουν παρόμοιες νευρώσεις στα πρόσθια και …   Dictionary of Greek

  • κατάρρινοι — Υπόταξη των πρωτευόντων. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι τα ρουθούνια τους είναι στραμμένα προς τα κάτω και χωρίζονται από ένα στενό ρινικό διάφραγμα. Οι κ. περιλαμβάνουν τα πρωτεύοντα του Παλαιού Κόσμου και διακρίνονται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • αιλουροειδή — Υπόταξη των σαρκοφάγων (ομοταξία των θηλαστικών) στην οποία ανήκουν πολυάριθμα είδη, όπως ο αίλουρος, η γάτα, η τίγρη, το λιοντάρι, η λεοπάρδαλη, ο ιαγουάρος, ο λυγξ, το πούμα και ο γατόπαρδος. Τα α. έχουν στρογγυλωπό κεφάλι με ρύγχος κοντό και… …   Dictionary of Greek

  • ασκαρίδες — Υπόταξη των νηματελμίνθων, με σώμα κυλινδρικό λεπτό και μυτερό στα δύο άκρα. Το στόμα τους είναι εφοδιασμένο με τρεις προεξοχές σαν χείλη. Οι α. παρασιτούν μέσα στο έντερο των θηλαστικών (η α. η σκωληκοειδής είναι παράσιτο του ανθρώπου, η α. η… …   Dictionary of Greek

  • πλατύρρινοι — Υποτάξη πιθήκων μέσου ή μικρού μεγέθους, που χαρακτηρίζονται από το πλάτος του ρινικού διαφράγματος και την απουσία γναθικών θυλάκων και τυλώσεων στα οπίσθια. Έχουν το μεγάλο δάχτυλο ελαφρά ή και καθόλου αντίθετο και ουρά ποικίλου μήκους,… …   Dictionary of Greek

  • πνευμονοφόρα — Υποτάξη γαστερόποδων μαλάκιων, που χαρακτηρίζεται από το ότι στους αντιπροσώπους της η μανδυακή κοιλότητα χρησιμεύει ως πνεύμονας. Είναι ζώα χερσόβια αλλά αρκετές φορές υδρόβια και φυτοφάγα. Διαιρούνται σε δύο τάξεις: στα βασοματοφόρα και στα… …   Dictionary of Greek

  • σαυροειδή — Υποτάξη ερπετών στην οποία ανήκουν πάνω από 2500 είδη συγκεντρωμένα σε 21 οικογένειες, από τις οποίες αναφέρουμε κυρίως τους Σαυρίδες, τους Χαμαιλέοντες, τους Γκεκονίδες, τους Ιγουανίδες και τους Βαρανίδες. Τα Σ., οι διαστάσεις των οποίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”